Κεντρική σελίδα Επάνω Ανατροφοδότηση

Ο μηχανισμός της εξάρτησης

Βρίσκεστε στην "Ψυχολογία online", έναν ιστοχώρο για την ψυχολογία και θέματα ψυχικής υγείας


 

Τι είναι η εξάρτηση από ουσίες; Ποιος ο μηχανισμός της και πώς συντελείται;

Η εξάρτηση από την ηρωίνη και τα οπιοειδή γενικότερα αποτελεί έναν εξαιρετικά πολύπλοκο μηχανισμό με δύο παραμέτρους:

  • Βιολογικές και
  • ψυχολογικές

Οι ψυχολογικές παράμετροι αναφέρονται στη σύνδεση που κάνει ο χρήστης μεταξύ του όποιου ευχάριστου συναισθήματος αποκομίζει κατά τη χρήση της ουσίας με την ίδια την ουσία. Μάλιστα, επειδή οι επενέργειες της χρήσης γίνονται αντιληπτές σε δευτερόλεπτα μετά τη λήψη, η σύνδεση είναι ακόμη πιο άμεση άρα και ισχυρή. Δημιουργείται δηλαδή, στη γλώσσα της ψυχολογίας, ένα "εξαρτημένο αντανακλαστικό".

Σε ένα άλλο ψυχολογικό επίπεδο, ο χρήστης είναι πιθανό να υποπίπτει σε γνωστικά λάθη, δηλαδή λάθη στον τρόπο που σκέπτεται και συνάγει συμπεράσματα για την ουσία και το τι παίρνει από αυτή, πώς τον "βοηθά" στην επίλυση προσωπικών του προβλημάτων, ή στο να κάνει επαφή με άλλους, κτλ.

Ακόμη και από κοινωνική σκοπιά, η χρήση μιας ουσίας ίσως αποτελεί ένα τρόπο να αποτελέσει κανείς μέλος μιας ομάδας. Ή, είναι γι' αυτόν μία γρήγορη διαφυγή από οικογενειακές συγκρούσεις, κ.ο.κ.

Στο βιολογικό επίπεδο, η ηρωίνη θα πρέπει να αναφερθεί ότι δρα στον εγκέφαλο, και πιο συγκεκριμένα σε συγκεκριμένα σημεία που ονομάζονται υποδοχείς των κυττάρων του εγκεφάλου. Τα εγκεφαλικά κύτταρα (ονομάζονται "νευρώνες") μοιάζουν με πολυπλόκαμα όντα που επικοινωνούν μεταξύ τους με την επαφή αυτών των πλοκάμων (που στην επιστημονική γλώσσα ονομάζονται "δενδρίτες"). Στις άκρες των δενδριτών, υπάρχουν ειδικές απολήξεις που λέγονται συνάψεις.

 

Εδώ βλέπετε την εικόνα ενός κυττάρου του εγκεφάλου, υπό μεγέθυνση, φυσικά.

Για την ακρίβεια όμως, αυτές οι συνάψεις δεν ακουμπούν ακριβώς μεταξύ τους ή επάνω στο σώμα του γειτονικού κυττάρου, αλλά μεσολαβεί ένα απειροελάχιστο κενό. Για να μεταφερθούν τα μηνύματα από το ένα κύτταρο στο άλλο, μέσω των συνάψεων, χρειάζονται ορισμένες ουσίες που εκκρίνει το κύτταρο-πομπός στο κύτταρο-δέκτη, που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές, και ταξιδεύουν στο συναπτικό κενό, από τη μία σύναψη στην άλλη. Κάθε σύναψη διαθέτει ειδικούς υποδοχείς οι οποίοι δέχονται μόνο συγκεκριμένες ουσίες. Άπαξ και δεχτούν αυτές τις ουσίες, που εκκρίνει ο ίδιος μας ο εγκέφαλος για διάφορους λόγους, οι υποδοχείς απελευθερώνουν διάφορα συναισθήματα και αντιδράσεις (ηδονή όταν κάνουμε έρωτα, ένταση όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση κινδύνου, μείωση του πόνου όταν κτυπάμε, κτλ.).

Σχηματική αναπαράσταση μίας σύναψης και της ουσίας του εγκεφάλου "ντοπαμίνης" που μεταφέρει μηνύματα μεταξύ νευρώνων.

Το μόριο της ηρωίνης ομοιάζει με μία κατηγορία νευροδιαβιβαστών που μεταφέρουν "ευχάριστα μηνύματα", και λέγονται "ενδορφίνες". Λαμβάνοντας λοιπόν ο χρήστης την ηρωίνη (ή άλλα οπιοειδή), αυτό που κάνει είναι να δίνει στον εγκέφαλό του ουσίες που δημιουργούν ευχάριστα συναισθήματα. Δυστυχώς όμως, ο εγκέφαλος σύντομα παύει να εκκρίνει τις δικές του ουσίες (τις ενδορφίνες όπως είπαμε) και όχι μόνο αυτό· σταδιακά απαιτεί όλο και μεγαλύτερη ποσότητα ναρκωτικού για να φτάσει τα επίπεδα της ηδονής (αυτό που γίνεται αντιληπτό από το χρήστη ως "φτιάξιμο"). Έτσι, εάν ο χρήστης δεν λάβει την ουσία για μικρό χρονικό διάστημα αφού έχει εθιστεί, ο εγκέφαλός του μένει "στεγνός" από οποιαδήποτε ουσία, δική του ή χορηγούμενη, και αυτό του δημιουργεί τα λεγόμενα στερητικά συμπτώματα. Παράλληλα, η χορήγηση της ουσίας σταδιακά παύει να επιφέρει αυτά τα ευχάριστα συναισθήματα και σταδιακά γίνεται μόνο και μόνο για να μην βιώσει ο χρήστης τα δυσάρεστα.

Σε αυτή την κινούμενη εικόνα μπορεί κανείς να δει πώς ένα μόριο "κολλάει" με ένα άλλο. Το σχήμα τους είναι τέτοιο ώστε να ταιριάζουν μόνο μεταξύ τους, ακριβώς σαν ένα κλειδί και μία κλειδαριά. Τα μόρια της ηρωίνης και των άλλων οπιοειδών αποτελούν "αντικλείδια" δηλαδή κάνουν το ίδιο με τις φυσικές ουσίες του εγκεφάλου, που λέγονται ενδορφίνες.

Εάν τώρα ο χρήστης πάψει τη χρήση και ξεπεράσει την πρώτη και δύσκολη φάση των στερητικών συμπτωμάτων, ο εγκέφαλος σταδιακά επανέρχεται στην πρότερη λειτουργία του. Κατά μερικές έρευνες, αυτή η προσαρμογή μπορεί να πάρει πολύ καιρό, αλλά γενικά, τα έκδηλα και σοβαρά στερητικά συμπτώματα δεν διαρκούν πάνω από 4-5 ημέρες.



Κεντρική σελίδα ] Επάνω ]


Αποστείλατε αλληλογραφία στο argyb@hotmail.com με ερωτήσεις ή σχόλια για αυτό τον ιστοχώρο.
Πνευματικά δικαιώματα: Α. Μπίρης, ψυχολόγος
Τελευταία τροποποίηση: 05-09-04